- κουβαλητής
- οθηλ. κουβαλήτρα αυτός που κουβαλάει, αυτός που φέρνει άφθονα τρόφιμα στο σπίτι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουβαλητής — ο θηλ. κουβαλήτρα [κουβαλώ] 1. αυτός που κάνει μεταφορές 2. αυτός που εφοδιάζει το σπίτι του διαρκώς με άφθονα τρόφιμα ή άλλα αναγκαία … Dictionary of Greek
κουβαλητικός — ή, ό [κουβαλητής] 1. σχετικός με τον κουβαλητή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουβαλητικά η αμοιβή για το κουβάλημα, τα αχθοφορικά … Dictionary of Greek
κουβαλώ — και κουβαλνώ και κουβανώ άω (Μ κουβαλῶ, έω) 1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά 2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι») νεοελλ. 1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι… … Dictionary of Greek
μεταφορέας — ο 1. το πρόσωπο που μεταφέρει, μεταγωγός, κομιστής, κουβαλητής 2. το όργανο ή το μέσο που χρησιμοποιείται για τη μηχανική μεταφορά υλικών ή φορτίων από έναν τόπο σε άλλο 3. (οικον. νομ.) το άτομο που αναλαμβάνει έναντι αμοιβής να διαθέσει… … Dictionary of Greek
ψωνιστής — ο 1. αυτός που ψωνίζει συχνά, αυτός που γνωρίζει να ψωνίζει καλά πράγματα. 2. φρ., «ψωνιστής και κουβαλητής», το πρότυπο του νοικοκύρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)